φασματοσκοπία

φασματοσκοπία
Ο κλάδος της φυσικής που ασχολείται και μελετά τα φάσματα του φωτός ή άλλων ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών. Η φ. γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αι. από ερευνητές της οπτικής ως μεθόδου μελέτης των φωτεινών ακτινοβολιών, αλλά σύντομα αποδείχθηκε εξαίρετο μέσο χημικής ανάλυσης. Τις βάσεις για την εφαρμογή της φ. στη χημική ανάλυση τις έθεσαν ο Κίρχοφ και ο Μπούνσεν στο δεύτερο μισό του 19ου αι., με τη θεμελιώδη ανακάλυψη ότι το ορατό φάσμα κάθε στοιχείου, σε δεδομένη θερμοκρασία, παρουσιάζει γραμμές που ανήκουν αποκλειστικά στο ορισμένο στοιχείο και, αντίστροφα, ότι μια ορισμένη διαδοχή γραμμών αποδεικνύει την παρουσία του. Η εφαρμογή της φ. στη χημική ανάλυση βασίζεται στην άμεση οπτική παρατήρηση και αναγνώριση των ορισμένων χαρακτηριστικών γραμμών κάθε στοιχείου και στη φωτογραφική καταγραφή των γραμμών με τη φασματογραφία, η οποία, εκτός από τις ενδείξεις για την ποιοτική σύνθεση της εξεταζόμενης ύλης, παρέχει και ενδείξεις ποσοτικές. Η ποσοτική μέτρηση των στοιχείων με τη φασματογραφική μέθοδο δίνεται από την ένταση των γραμμών. Η μέτρηση αυτή αρχικά γινόταν με τη φωτογράφιση του φάσματος και την εξέταση της πλάκας με ένα οπτικό ή φωτοηλεκτρικό πυκνόμετρο, τα σύγχρονα όμως όργανα χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά συστήματα. Η φ., εκτός από την εξαιρετική σημασία της ως μέθοδος χημικής ανάλυσης, είναι μια σοβαρή πηγή πληροφοριών και πολύτιμο μέσο έρευνας στον τομέα της ατομικής και πυρηνικής φυσικής. Για τον σκοπό αυτό έχουν βρεθεί ειδικές μέθοδοι που βασίζονται στη χρήση ακτινοβολιών πολύ υψηλής συχνότητας.
* * *
η, Ν
1. (φυσ.-τεχνολ.) σύνολο μεθόδων και τεχνικών για τη γενική μελέτη τών ακτινοβολιών που εκπέμπονται, απορροφούνται ή διαχέονται από ένα σώμα ή μια ουσία, είτε αυτές οι ακτινοβολίες είναι ηλεκτρομαγνητικές είτε σωματιδιακές
2. φρ. α) «αστρονομική φασματοσκοπία»
(φυσ.-αστρον.) η παρατήρηση και ανάλυση τού φάσματος τών ουράνιων σωμάτων σε διάφορες περιοχές συχνοτήτων, η οποία επιτρέπει τη συλλογή πολύτιμων πληροφοριών για τη σύσταση τών παρατηρούμενων σωμάτων, τη σχετική προς τη Γη ταχύτητά τους, τη θερμοκρασία, την πυκνότητα και κινητικότητα στην επιφάνειά τους κ.ά. στοιχεία
β) «φασματοσκοπία ΝΜR»
φυσ.-χημ. τεχνική φασματοσκοπίας η οποία βασίζεται στο φαινόμενο τού πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσμα, -ατος + -σκοπία (< -σκόπος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φασματοσκοπία — η 1. φασματική εξέταση και ανάλυση. 2. το κεφάλαιο της φυσικής που μελετά τα φάσματα των σωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κρότο, Χάρολντ — (Sir Harold Kroto, Γουίσμπετς, κομητεία Κέιμπριτζ 1939 –). Άγγλος χημικός. Το 1961 αποφοίτησε από το τμήμα χημείας του πανεπιστημίου του Σέφιλντ και το 1964 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το ίδιο πανεπιστήμιο, στον τομέα της φασματοσκοπίας των… …   Dictionary of Greek

  • περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

  • Ερνστ, Ρίτσαρντ — (Richard Ernst, Βίντερτουρ 1933 –). Ελβετός χημικός. Σπούδασε στο ελβετικό ομοσπονδιακό ινστιτούτο τεχνολογίας της Ζυρίχης (ETH Z), από το οποίο αποφοίτησε το 1957 και το 1962 έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο στις τεχνικές επιστήμες από το ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • αστεροσκοπείο — Ίδρυμα στο οποίο εκτελούνται παρατηρήσεις, μελέτες και έρευνες για τις κινήσεις και τη φύση των ουράνιων σωμάτων. Σε πολλά α. εκτελούνται ταυτόχρονα και άλλες εργασίες που σχετίζονται κυρίως με τη μετεωρολογία και τη σεισμολογία. Τα αρχαιότατα α …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”